απλαστία

απλαστία
ἀπλαστία, η (AM)
η ειλικρίνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπλαστία — ἀπλαστίᾱ , ἀπλαστία sincerity fem nom/voc/acc dual ἀπλαστίᾱ , ἀπλαστία sincerity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλαστίαν — ἀπλαστίᾱν , ἀπλαστία sincerity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλογιστία — εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) [ευλόγιστος] μσν. η ενέργεια τού ευλογώ, ο καλός λόγος αρχ. φρόνηση, σύνεση, περίσκεψη («χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ εὐλογιστίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”